- καλλιμάρμαρος
- -η, -οαυτός που έχει κτιστεί με ωραία μάρμαρα («καλλιμάρμαρο στάδιο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -μάρμαρος (< μάρμαρο), πρβλ. ολο-μάρμαρος, πολυ-μάρμαρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλιμάρμαρος, -η — ο αυτός που είναι χτισμένος με ωραία μάρμαρα: Υπάρχουν αρκετά καλλιμάρμαρα μέγαρα στην Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek